προεργαζομαι

προεργαζομαι
    προεργάζομαι
    προ-εργάζομαι
    заранее делать, подготовлять
    

π. τινι Her. — стараться для кого-л.;

    τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. — подготовлять целину для посева;
    τὰ προειργασμένα Thuc. — совершенные дела;
    ἥ προειργασμένη δόξα Xen. — ранее приобретенная слава


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προεργαζομαι" в других словарях:

  • προεργάζομαι — ΝΑ επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι νεοελλ. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω αρχ. 1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως 2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προεργαζόμενον — προεργάζομαι work beforehand pres part mp masc acc sg προεργάζομαι work beforehand pres part mp neut nom/voc/acc sg προεργαζόμενον , προεργάζομαι work beforehand pres part mp masc acc sg (attic) προεργαζόμενον , προεργάζομαι work beforehand pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεργασάμενον — προεργάζομαι work beforehand aor part mp masc acc sg προεργάζομαι work beforehand aor part mp neut nom/voc/acc sg προεργασάμενον , προεργάζομαι work beforehand aor part mp masc acc sg (attic) προεργασάμενον , προεργάζομαι work beforehand aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεργάζου — προεργάζομαι work beforehand pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζου , προεργάζομαι work beforehand pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζομαι work beforehand imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) προεργάζου ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεργασθεῖσα — προεργάζομαι work beforehand aor part mp fem nom/voc sg προεργασθεῖσα , προεργάζομαι work beforehand aor part mp fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεργάζεσθαι — προεργάζομαι work beforehand pres inf mp προεργάζεσθαι , προεργάζομαι work beforehand pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεργάσασθαι — προεργάζομαι work beforehand aor inf mp προεργάσασθαι , προεργάζομαι work beforehand aor inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειργασμένα — προεργάζομαι work beforehand perf part mp neut nom/voc/acc pl προειργασμένᾱ , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem nom/voc/acc dual προειργασμένᾱ , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειργασμένας — προειργασμένᾱς , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem acc pl προειργασμένᾱς , προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειργασμένον — προεργάζομαι work beforehand perf part mp masc acc sg προειργασμένον , προεργάζομαι work beforehand perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειργασμένων — προεργάζομαι work beforehand perf part mp fem gen pl προειργασμένων , προεργάζομαι work beforehand perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»